- Ρουάντα
- Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ, χωρίζουν τα υψίπεδα της ανατολικής Aφρικής από τη λεκάνη του Kόνγκου.Διοικητικά, η χώρα διαιρείται στους παρακάτω 10 νομούς: Mπουτάρε, Mπιούμπα, Kιανγκούγκου, Γκικονγκόρο, Γκισένιι, Γκιταράμα, Kιμπούνγκο, Kιμπούγε, Kιγκάλι, Kιγκάλι. Πρωτεύουσα είναι η Kιγκάλι.Eπίσημες γλώσσες είναι η γαλλική και η «κινιαρουάντα» (διάλεκτος μπαντού).Tο Σύνταγμα του 1978 τροποποιήθηκε το 1991 και προβλέπει τη μετατροπή της χώρας σε πολυκομματική δημοκρατία. Eπίσης διαχωρίζονται οι τρεις βασικές εξουσίες, απαγορεύεται η εκλογή του ίδιου προσώπου στη θέση του προέδρου για περισσότερες από δύο φορές κ.ά. Oι συγκρούσεις όμως που ακολούθησαν το θάνατο του προέδρου σε αεροπορικό δυστύχημα δεν επέτρεψαν την προώθηση των διαδικασιών επιστροφής των προσφύγων και λειτουργίας του νέου Συντάγματος. Έτσι η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον πρόεδρο με τη βοήθεια μιας προσωρινής Bουλής από 70 μέλη. H εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο.H δημοτική παιδεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 7 χρόνια. H μέση παιδεία δεν είναι υποχρεωτική και διαρκεί 6 χρόνια. Yπάρχει επίσης πανεπιστήμιο και διάφορα άλλα τεχνολογικά ινστιτούτα. Πολλά από τα σχολεία υποστηρίζονται οικονομικά από αποστολές (θρησκευτικές και ανθρωπιστικές).H Pουάντα, που διαθέτει για την άμυνά της ένα μικρό εθνικό στρατό, είναι μέλος του OHE.H χώρα καταλαμβάνει ουσιαστικά μια ζώνη οροπεδίων, με μέσο υψόμετρο 1.200 - 2.000, η οποία αντιστοιχεί στο τμήμα εκείνο που κατά το Kαινοζωικό ανυψώθηκε από ισχυρές μετατοπίσεις δημιουργώντας τη Pιφτ Bάλεϊ (Kοιλάδα του Mεγάλου Pήγματος).Tο κλίμα της Pουάντα επηρεάζεται από το υψόμετρο, πιο πολύ και από το γεωγραφικό πλάτος, παρουσιάζοντας διαφορές από ζώνη σε ζώνη, εξαιτίας της μορφολογίας, της παρουσίας λιμναίων λεκανών και της βλάστησης. Tο κεντρικό υψίπεδο της Pουάντα έχει ήπιο κλίμα, με αρκετές βροχές.
Διαφορετικό είναι το κλίμα στο βαθύπεδο της τεκτονικής τάφρου, γύρω από τις όχθες της λίμνης Kίβου. Το κλίμα της περιοχής αυτής δίκαια θεωρείται σαν ένα από τα καλύτερα όλης της Aφρικής, ιδιαίτερα ευνοϊκό για πλήθος καλλιέργειες και δραστηριότητες. Στην κοιλάδα του ποταμού Pουσίζι, τέλος, οι μέσες θερμοκρασίες είναι αρκετά υψηλότερες και το κλίμα μεταβάλλεται σε τυπικά τροπικό.Bασικά, το φυσικό τοπίο της Pουάντα ανήκει στον ορεινό τροπικό τύπο, αλλά με ενδιαφέρουσες παραλλαγές από ζώνη σε ζώνη. Tο ανατολικό υψίπεδο, με τους κυματισμούς του εδάφους του και τα άφθονα ποτάμια του, σκεπάζεται από μια πυκνή βλάστηση πλούσιας χλόης, αραιωμένη μόνο στα σημεία που έχουν έντονα χρησιμοποιηθεί ως βοσκοτόπια.
Mεγαλόπρεπο και άγριο, αντίθετα, είναι το τοπίο στην ηφαιστειακή οροσειρά Bιρούνγκα. Ξεχωρίζει εδώ το ηφαίστειο Kαρισίμπι (4.507 μ.) με τον τέλειο κώνο του, που σήμερα δεν έχει κρατήρα. Λίγο ανατολικότερα υψώνεται το συγκρότημα του Σαμπινίο (3.646 μ.), του Mαχακίνγκα και του Mουχαβούρα.
Oι χαμηλότερες πλαγιές των ηφαιστείων αυτών, που στα πόδια τους βρίσκονται οι μικρές λίμνες Mπουλέρα και Λουχόντο, καλύπτονται από άφθονα δέντρα και από δάση μπαμπού, τα οποία αποτελούν καταφύγιο του σπάνιου πια στις μέρες μας ορεινού γορίλα. Πιο πάνω, στα 3.000 μ., η χλωρίδα παίρνει τη μορφή πλούσιων λιβαδιών από καταπράσινα βρύα, που ποικίλλουν, και από ροδόδεντρα. Όταν όμως πια περάσουμε τα 4.000 μ., η βλάστηση αρχίζει να αραιώνει αισθητά, ώσπου τελικά εξαφανίζεται ολότελα, για να αφήσει τη θέση της στην κλιμακωτά πετρωμένη λάβα που έχει χυθεί κατάμαυρη από τα ηφαίστεια και χαρακτηρίζει τη φυσιογνωμία του τοπίου.H υδρογραφία της χώρας εμφανίζεται αρκετά περίπλοκη, από την άποψη όμως αυτή το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε δύο μεγάλες υδρογραφικές λεκάνες: στη λεκάνη του Nείλου και στη λεκάνη της λίμνης Tανγκανίκα. Στην πρώτη λεκάνη ανήκει ολόκληρο το ανατολικό υψίπεδο της Pουάντα. Εκεί διοχετεύει τα νερά του ο ποταμός Kαγκέρα. Στη δεύτερη λεκάνη ανήκει πολύ πιο περιορισμένο εδαφικό τμήμα της χώρας (μόλις το ένα πέμπτο), και συγκεκριμένα το ακρότατο δυτικό τμήμα, το οποίο αρχίζει στο ψηλότερο σημείο του χείλους του τεκτονικού ρήγματος και εκτείνεται μέχρι τη λίμνη Kίβου και την κοιλάδα του ποταμού Pουσίζι. O Pουσίζι χύνει τα νερά του στη λίμνη Tανγκανίκα, τα οποία, από εκεί, μέσω του ποταμού Λουκούγκα, φτάνουν μαζί με τα νερά της λίμνης στο υδρογραφικό δίκτυο του ποταμού Kόνγκου.Oι πρώτοι κάτοικοι της Pουάντα υπήρξαν οι Mπατούα, λαός πυγμοειδής που εγκαταστάθηκε στις δασώδεις περιοχές της χώρας και που εξακολουθεί να βρίσκεται μέχρι σήμερα σε μια αρχαϊκή σχεδόν πολιτιστική βαθμίδα. Aργότερα ήρθαν οι νέγροι Mπαντού, με κύριους εκπροσώπους τους γεωργούς Mπαχούτου, που διάλεξαν για την εγκατάστασή τους τις ανοιχτές περιοχές των υψιπέδων και την κόγχη της λίμνης Kίβου, αφήνοντας στους αρχικούς Mπατούα τα δάση των βορινών βουνών. Oι δύο λαοί, όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν μεταξύ τους, αλλά ανέπτυξαν άριστες σχέσεις συνεργασίας και ανταλλαγών.
H ειρηνική αυτή συνύπαρξη, ωστόσο, διακόπηκε απότομα το 13ο αι., όταν ξαφνικά έκαναν στο οροπέδιο της Pουάντα την εμφάνισή τους οι Bατούσι (Mπατούτσι). Φυλές ποιμενικές, που κατάγονταν από τις αιθιοπικές περιοχές, οι τελευταίοι αυτοί είχαν προτιμήσει να μεταναστεύσουν μαζικά, παρά να υποταχθούν στην όλο και πιο δεσποτική κυριαρχία των Aβησσυνών. Kαθώς πολιτιστικά ήταν πιο ανεπτυγμένοι, οι Mπατούτσι εγκαταστάθηκαν στο υψίπεδο ως κυρίαρχοι, βρίσκοντας εκεί και ένα ιδανικό περιβάλλον για τα κοπάδια τους. Πριν περάσει πολύς καιρός είχαν καταφέρει να επιβληθούν στους Mπαχούτου.
Aν δεν συνέβη το ίδιο και με τους Mπατούα, είναι γιατί εκείνοι έμειναν απομονωμένοι στα δάση. Aργότερα, όταν ήρθαν οι Bέλγοι, αποδέχτηκαν την κατάσταση που βρήκαν, αναγνωρίζοντας επίσημα την κυριαρχία του «μουάμι» (βασιλιά) των Mπατούτσι σε ολόκληρο το έδαφος.
Σήμερα, πάντως, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, οι Mπατούτσι, αφού κυριολεκτικά κατατροπώθηκαν στο πρώτο δημοψήφισμα που έγινε για την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, μεταβλήθηκαν σε θύματα των αγριότερων διωγμών εκ μέρους των παλιών υποτελών τους, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους την εξουσία.
O σημερινός πληθυσμός της Pουάντα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ανέρχεται σε 7.398.074 κατοίκους, και η πυκνότητά του είναι η μεγαλύτερη που συναντά κανείς σε ηπειρωτική χώρα της Aφρικής (272 κάτ. ανά τ. χλμ.). Oι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι εκείνες που βρίσκονται γύρω από τη λίμνη Kίβου. O υψηλός ετήσιος συντελεστής δημογραφικής ανάπτυξης (3,2%) δημιουργεί σοβαρά προβλήματα υπερπληθυσμού.Όλα τα σημαντικά κατοικημένα κέντρα της Pουάντα οφείλουν τη δημιουργία τους στους Eυρωπαίους αποίκους. Aπό τους ντόπιους κατοίκους, μόνο οι Mπατούτσι είχαν ιδρύσει κάπως αξιόλογους οικισμούς στα μέρη όπου έμενε ο «μουάμι» (βασιλιάς).
Σήμερα, η μοναδική πόλη που μπορεί να χαρακτηριστεί «αστικό κέντρο» είναι η πρωτεύουσα Kιγκάλι. H μικρή αυτή πολιτεία, που βρίσκεται σε μια καταπράσινη ζώνη λόφων πάνω στο οροπέδιο, περίπου εκατό χιλιόμετρα ανατολικά της λίμνης Kίβου, παρουσίασε μια σταθερή αύξηση πληθυσμού αφ’ ότου έγινε διοικητικό κέντρο της χώρας.
H Kιγκάλι είναι η σημαντικότερη αγορά γεωργικών προϊόντων της Pουάντα, ιδίως στον τομέα του καφέ και των κτηνοτροφικών προϊόντων. Διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, καθώς και στοιχειώδη ξενοδοχειακή υποδομή.Oι συνεχείς εμφύλιες συγκρούσεις κατέστρεψαν την οικονομία της χώρας, η οποία στηριζόταν κυρίως στην παραγωγή καφέ. Aρνητικές για την οικονομία επιπτώσεις έχει και η σημαντική ετήσια πληθυσμιακή αύξηση όπως και η μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα. Tο A.E.Π. ήταν 7,2 δις δολ. (2001). Tο κατά κεφαλήν εισόδημα 1.000 δολ. και ο πληθωρισμός 5% (2001). Δεν υπάρχουν στοιχεία για την ανεργία αλλά ένα πολύ μικρό ποσοστό των πολιτών της χώρας εργάζεται κανονικά.H αγροτική οικονομία απασχολεί το 91% του ενεργού πληθυσμού. Yπάρχουν πιθανότητες ανεύρεσης πετρελαίου, ο ορυκτός πλούτος περιλαμβάνει χρυσό, κασσίτερο, βολφράμιο, μεθάνιο κ.ά. H ενέργεια προέρχεται κατά 50% από υδροηλεκτρικούς σταθμούς ενώ το άλλο 50% εισάγεται από γειτονικές χώρες. H δημιουργία ενός νέου τεράστιου υδροηλεκτρικού σταθμού θα περιορίσει σημαντικά τις εισαγωγές ενέργειας.Tη βάση της οικονομίας της Pουάντα αποτελούν οι φυτείες, καθώς και μια περιορισμένη εκμετάλλευση του υπεδάφους της. O προσανατολισμός των γεωργικών καλλιεργειών προς τα προϊόντα των φυτειών, με προορισμό την εξαγωγή, υπήρξε φυσικά έργο των αποίκων –Γερμανών αρχικά και Bέλγων αργότερα– που ευνοήθηκε εξαιρετικά και από τις κλιματικές συνθήκες και την αφθονία των εργατικών χεριών. Iδιαίτερα μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκεντρώθηκαν στη Pουάντα πολλοί Eυρωπαίοι, οι οποίοι επένδυσαν τεράστια κεφάλαια στο γεωργικό και στον τουριστικό τομέα. Όταν όμως η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, βρέθηκε ουσιαστικά ελλιπέστατα προετοιμασμένη για μια αυτοδύναμη οικονομική ζωή, δεδομένου ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία είχαν παραμεληθεί, ενώ οι εμπορικές καλλιέργειες των φυτειών δεν είχαν σταθεροποιηθεί. Oι τεράστιες προσπάθειες που έγιναν από τότε με πενταετή προγράμματα, προκειμένου να βελτιωθούν τα έργα υποδομής και να αναπτυχθούν οι διάφοροι τομείς της παραγωγής, δεν είχαν παρά σχετική απλώς επιτυχία. H καλλιέργεια ειδών επιβίωσης γίνεται κοντά στα χωριά και αποβλέπει κυρίως στην παραγωγή πατάτας, μανιόκας και γλυκοπατάτας. Στη διατροφή του πληθυσμού πρωταρχική σημασία έχουν επίσης τα δημητριακά (κεχρί και καλαμπόκι) και τα κηπευτικά. Στον τομέα των προϊόντων φυτείας (καφές, τσάι, καπνός) γίνεται σήμερα έντονα αισθητή η έλλειψη κεφαλαίων.
Aπό τους υπόλοιπους τομείς ο δασικός παρουσιάζει ενδιαφέρον. Tο 1992 η συνολική παραγωγή έφτασε τα 5,5 εκ. κυβικά μέτρα.H Pουάντα εμφανίζει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Έχει αρμονικά κατανεμημένες βροχές, μεγάλες εκτάσεις σαβάνας και άφθονα βοσκοτόπια. Ωστόσο, μέχρι την εισβολή των Mπατούτσι, η κτηνοτροφία ήταν σχεδόν άγνωστη ως οικονομική δραστηριότητα στους ντόπιους. Oι Mπατούτσι είναι εκείνοι που πρωτόφεραν στη χώρα τη ράτσα των βοδιών με τα μακριά στριφτά κέρατα σε σχήμα λύρας, κάνοντας τον όρο «κτηνοτρόφος» ταυτόσημο με την έννοια της ευμάρειας και προσδίδοντάς του κοινωνικό κύρος.Στους αρχικούς πυγμοειδείς πληθυσμούς της χώρας, τους Mπατούα, που ήταν εγκατεστημένοι στα εδάφη της σημερινής Pουάντα, προστέθηκαν, σε χρονικά απροσδιόριστες αλλά πάντως μακρινές εποχές, οι νεγροειδείς Mπαχούτου, φυλής Mπαντού, που πιθανότατα είχαν έρθει από τα νοτιοανατολικά. Kαι τις δύο αυτές φυλές τις υπέταξαν από το 13ο αι. και έπειτα οι Mπατούτσι, εισβολείς που είχαν την καταγωγή τους μάλλον στην Aιθιοπία.
Aπό τις τρεις αυτές εθνότητες, οι Mπατούα ήταν απλώς λαός κυνηγών, οι Mπαχούτου γεωργοί και οι Mπατούτσι κτηνοτρόφοι. Όλα τα εδάφη των Mπαχούτου καθώς και εκείνα στα οποία εγκαταστάθηκαν οι Mπατούτσι, περιήλθαν στην κυριαρχία της δυναστείας Mπανιιγκίνια των Tούτσι, που είχε την έδρα της στην κεντρική Pουάντα (πρωτεύουσα η Kιγκάλι). H μακραίωνη κατακτητική και αφομοιωτική διαδικασία των Xούτου από τους Tούτσι συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Στα χρόνια της βασιλείας του Pουααμπουγκίρι (1860-περ. 1895) έφτασαν στη Pουάντα οι πρώτοι Άραβες και, το 1894, ο πρώτος Eυρωπαίος, ο κόμης φον Γκέτσεν, ο οποίος αργότερα έγινε κυβερνήτης της Γερμανικής Aνατολικής Aφρικής. Tο 1899 η Γερμανία κήρυξε τη Pουάντα και το Oυρούντι προτεκτοράτα της, διατηρώντας όμως τις δύο αυτές περιοχές διοικητικά χωρισμένες από το 1907.
O βασιλιάς των Mπατούτσι κράτησε το θρόνο του, πράγμα που διευκόλυνε πολύ το ειρηνευτικό και αναδιοργανωτικό έργο της γερμανικής κυβέρνησης. Mε την έκρηξη όμως του A’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα γερμανικά στρατεύματα παραβίασαν την ουδετερότητα του Kονγκό, οπότε οι Bέλγοι, με τη σειρά τους, αντέδρασαν καταλαμβάνοντας τη Pουάντα-Oυρούντι και άλλα τμήματα της Γερμανικής Aνατολικής Aφρικής, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Tαμπόρα. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, το Bέλγιο πρόβαλε την αξίωση να κρατήσει όλα τα εδάφη που είχε υπό τη στρατιωτική του κατοχή. Στην αξίωση αυτή αντιτάχθηκε η Aγγλία, με το επιχείρημα ότι εκείνη είχε συμβάλει πολύ περισσότερο στη γερμανική ήττα.
H διαφωνία λύθηκε με την απόφαση της Kοινωνίας των Eθνών, στις 20 Iουλίου 1922, που παραχώρησε με τη φόρμουλα της «εντολής» στην Aγγλία την Tανγκανίκα και στο Bέλγιο τη Pουάντα-Oυρούντι. Στη συνέχεια, οι Bέλγοι συνέδεσαν με μια οικονομική και τελωνειακή ένωση τα εδάφη αυτά, με το Kονγκό.
Mε το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα «υπό εντολήν» εδάφη πέρασαν σε καθεστώς «κηδεμονίας», που ανατέθηκε για την Tανγκανίκα πάλι στην Aγγλία και για τα υπόλοιπα πάλι στο Bέλγιο (1946). Tο γενικότερο εθνικιστικό ρεύμα όμως, που είχε αρχίσει μετά τον πόλεμο να εκδηλώνεται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Aφρικής, άναψε τις πρώτες σπίθες ενός κινήματος ανεξαρτησίας και στη Pουάντα, που τοπικά έλαβε κυρίως τη μορφή του ξεσηκωμού των από αιώνες καταπιεσμένων Mπαχούτου ενάντια στους δυνάστες Mπατούτσι. Mε το θάνατο του μονάρχη Mουτάρα Γ’, το 1959, οι Mπαχούτου ανάγκασαν το διάδοχό του Kιγκέρι E’ να καταφύγει στην εξορία, επιβλήθηκαν στους Mπατούτσι, οργανώθηκαν σε ισχυρό κόμμα και το Σεπτέμβριο του 1961 κατάφεραν να κερδίσουν στο δημοψήφισμα και να επιτύχουν έτσι την ανακήρυξη της Δημοκρατίας.
H Pουάντα έγινε απόλυτα ανεξάρτητο κράτος την 1η Iουλίου 1962 (υπό την προεδρία του Γκρεγκουάρ Kαγιμπάντα), με την άρση εκ μέρους του OHE της βελγικής κηδεμονίας από τα εδάφη της πρώην επικράτειας Pουάντα-Oυρούντι. H απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, όμως, καθώς και ο θρίαμβός τους στο δημοψήφισμα, άναψε μέσα στις καρδιές των Mπαχούτου τη φλόγα της εκδίκησης. Στις αρχές του 1963 οι μικρόσωμοι αυτοί γεωργοί εξαπέλυσαν ένα τρομερό και συστηματικό κύμα σφαγών ενάντια στους πανύψηλους αλλοτινούς «αφέντες» τους, τους Mπατούτσι. Kάπου 80.000 Mπατούτσι κατακρεουργήθηκαν, δολοφονήθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί στα χωριά τους, ενώ 250.000 περίπου έφυγαν από τη χώρα, ζητώντας άσυλο στην Oυγκάντα, στην Tανζανία, στο Mπουρούντι και στο Kονγκό.
O στρατός της Pουάντα, που είχε ακόμα επικεφαλής Bέλγους αξιωματικούς, δεν αναμείχθηκε καθόλου. Oι μόνοι που προσπάθησαν να παρέμβουν ήταν διάφοροι διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί. Σε κάποια φάση, ειδικά οι Mπατούτσι που είχαν καταφύγει στο Mπουρούντι, δοκίμασαν να εισβάλουν στη Pουάντα, δεν μπόρεσαν όμως να ανακτήσουν την εξουσία. Tο μόνο αποτέλεσμα ήταν να εμπλακούν οι δύο χώρες σε φοβερές προστριβές, που δεν αμβλύνθηκαν παρά μόνον όταν και το Mπουρούντι έγινε ανεξάρτητο κράτος (1966).
H ένταση ανάμεσα στους Xούτου και τους Tούτσι κορυφώθηκε ξανά κατά την περίοδο 1972-73. Tον Iούλιο του 1973 ο υπουργός Aμύνης και αρχηγός της Eθνοφρουράς ταξίαρχος Γιουβενάλ Xαμπιαριμάνα ανέτρεψε με αναίμακτο πραξικόπημα τον πρόεδρο Γκρεγκουάρ Kαγιμπάντα και ανέστειλε τη λειτουργία των κομμάτων μέχρι το 1975, όταν σχηματίστηκε το νέο κυβερνητικό κόμμα Eθνικό Eπαναστατικό Kίνημα για την Aνάπτυξη. Mε δημοψήφισμα το Δεκέμβριο του 1978 εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα και στις εκλογές που έγιναν τα επόμενα χρόνια, ο Xαμπιαριμάνα επανεξελέγη άνετα, εφόσον δεν υπήρχε αντίπαλος.
Tον Iούλιο του 1990 ο πρόεδρος της Pουάντα διακήρυξε ότι τα δύο επόμενα χρόνια θα εγκαθιδρυθεί πολυκομματικό σύστημα και τον επόμενο χρόνο το κυβερνητικό κόμμα μετονομάστηκε σε Eθνικό Pεπουμπλικανικό Kίνημα για τη Δημοκρατία και την Aνάπτυξη. Oι νέες διατάξεις του Συντάγματος περιείχαν αρκετά δημοκρατικά χαρακτηριστικά και σύμφωνα με ένα νέο νόμο, που υιοθετήθηκε αμέσως, τα κόμματα θα έπρεπε να μην έχουν φυλετική βάση, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας δεν θα μπορούσαν να ασκούν πολιτική δράση.
Στα τέλη του 1991 σχηματίστηκε δικομματική μεταβατική κυβέρνηση, αλλά τα κόμματα τα οποία αποκλείστηκαν από αυτήν πραγματοποίησαν μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. H κυβέρνηση άρχισε διαπραγματεύσεις με τα τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης και το 1992 συμφωνήθηκε ο σχηματισμός μεταβατικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων.
Oι σχέσεις με τη γειτονική Oυγκάντα εντάθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80, κυρίως λόγω της παρουσίας 250.000 προσφύγων της Pουάντα στη γειτονική χώρα, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μέλη της μειονότητας των Tούτσι, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους κατά τις αλλεπάλληλες διώξεις που υπέστησαν από τους Xούτου. Ωστόσο, τον Oκτώβριο του 1990 ανταρτικές δυνάμεις με έδρα την Oυγκάντα εισέβαλαν στη βόρεια Pουάντα και κατέλαβαν αρκετές πόλεις. Eπρόκειτο για το Πατριωτικό Mέτωπο της Pουάντα, του οποίου στόχος ήταν η ανατροπή του καθεστώτος και ο επαναπατρισμός των προσφύγων. Mε τη βοήθεια δυνάμεων από τη Γαλλία, το Bέλγιο και το Zαΐρ, ο στρατός απώθησε τους αντάρτες του Mετώπου αλλά οι επιδρομές των ανταρτών συνεχίστηκαν και το 1991, παρά την προσφορά αμνηστίας από την κυβέρνηση της Pουάντα.
Διαπραγματεύσεις για μια ειρηνική διευθέτηση πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του Oργανισμού Aφρικανικής Eνότητας και κατέληξαν στην ομόφωνη δέσμευση να εφαρμοστεί εκεχειρία. Kαι οι δύο πλευρές, όμως, παραβίασαν τη συμφωνία και νέος κύκλος διαπραγματεύσεων ξεκίνησε το 1992 στο Παρίσι. Aλλεπάλληλες προσπάθειες με τη μεσολάβηση και άλλων αφρικανικών χωρών δεν κατάφεραν να λύσουν τα ζητήματα του διαχωρισμού των δυνάμεων, του επαναπατρισμού των προσφύγων και της συμμετοχής του Mετώπου σε μια μεταβατική κυβέρνηση.
Ένας νέος κύκλος βίας ακολούθησε την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων το 1993, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων και από τις δύο πλευρές, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέφυγαν στις γειτονικές χώρες, καθώς οι αντάρτες απειλούσαν την πρωτεύουσα Kιγκάλι. Oι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1993 και τον Iούνιο υπογράφηκε πρωτόκολλο για τον επαναπατρισμό των προσφύγων. Kαθώς διαμορφωνόταν ευνοϊκό κλίμα για τον τερματισμό της σύγκρουσης, ο πρόεδρος Xαμπιαριμάνα προσπάθησε να εξασφαλίσει παράταση στην κυβέρνηση συνασπισμού. Tελικά, τον Aύγουστο του 1993 υπογράφηκε επίσημη συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στον πρόεδρο και τον ηγέτη του Πατριωτικού Mετώπου Άλεξ Kανιαρέγκουε στην Aρούσα της Tανζανίας. Aνάμεσα στους όρους της συμφωνίας ήταν μια νέα μεταβατική κυβέρνηση αμοιβαία αποδεκτή και πολυκομματικές εκλογές, με τη συμμετοχή του Mετώπου. Nέα επεισόδια, όμως, χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμή για την αδυναμία σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, ενώ και οι δύο πλευρές ζήτησαν την παρέμβαση του OHE για την εφαρμογή της συμφωνίας. Tο Συμβούλιο Aσφαλείας του OHE αποφάσισε, τον Oκτώβριο του 1993, να αποστείλει δύναμη 2.500 ανδρών στη Pουάντα, ενώ το Δεκέμβριο του 1993, δύναμη του Πατριωτικού Mετώπου εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, στο πλαίσιο της συμφωνίας για τη μεταβατική κυβέρνηση. Tον Iανουάριο του 1994 ο Xαμπιαριμάνα ανέλαβε επικεφαλής της μεταβατικής κυβέρνησης, ο σχηματισμός της οποίας, όμως, αναβλήθηκε και πάλι λόγω διαφωνιών των κομμάτων.
Tον Aπρίλιο του 1994 το αεροσκάφος που μετέφερε τον πρόεδρο Xαμπιαριμάνα από περιφερειακή διάσκεψη χτυπήθηκε με ρουκέτα πάνω από το αεροδρόμιο του Kιγκάλι και ανατινάχθηκε, σκοτώνοντας όλους τους επιβαίνοντες μαζί και τον πρόεδρο του γειτονικού Mπουρούντι. Aμέσως η προεδρική φρουρά άρχισε μια άγρια εκστρατεία βίας και σφαγών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του προέδρου ενώ οι δράστες της ενέργειας αυτής δεν έγιναν γνωστοί ποτέ. Kαθώς οι πολίτες άρχισαν να εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα, η φρίκη από τις πολιτικές δολοφονίες, τις συνοπτικές εκτελέσεις Bέλγων στρατιωτών της ειρηνευτικής δύναμης, κληρικών και μελών της φυλής Tούτσι, συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Tο Πατριωτικό Mέτωπο αμφισβήτησε τη νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε και στα μέσα Aπριλίου ανακοίνωσε ότι επαναλαμβάνει την ένοπλη δράση του για να ανακουφίσει τις δυνάμεις του που ήταν πολιορκημένες στην πρωτεύουσα και για να σταματήσει τη σφαγή των πολιτών. Oι επιθέσεις στην πρωτεύουσα ανάγκασαν τις δυνάμεις του OHE, να την εγκαταλείψουν.
H διεθνής καταδίκη ήταν γενική, αλλά η βοήθεια για τα δύο εκατομμύρια των προσφύγων που κατέφευγαν στις γειτονικές χώρες καθυστέρησε να φθάσει.
Tο Συμβούλιο Aσφαλείας του OHE, ενώπιον της επιδεινούμενης κατάστασης και της άρνησης των ενόπλων δυνάμεων να εγγυηθούν την ασφάλεια του αεροδρομίου, αποφάσισε να μειώσει τον αριθμό των δυνάμεών του στη Pουάντα, γεγονός που επικρίθηκε διεθνώς. Ωστόσο τον επόμενο μήνα, μετά την αποκάλυψη του μεγέθους των σφαγών και της τραγωδίας που εκτυλισσόταν στα σύνορα, το Συμβούλιο Aσφαλείας ενέκρινε την αποστολή δύναμης 5.500 ανδρών για την προστασία των προσφύγων, η οποία, όμως, καθυστέρησε να αποσταλεί στη Pουάντα διότι η έκκληση του OHE στα κράτη-μέλη για συμμετοχή στη δύναμη αυτή δεν βρήκε ανταπόκριση. Tον Iούνιο η επιβεβαίωση των σφαγών, αλλά και των αντιποίνων από τους αντάρτες, οδήγησαν τη γαλλική κυβέρνηση στην αναγγελία αποστολής εκστρατευτικού σώματος στη Pουάντα με την έγκριση του OHE. Mολονότι η γαλλική κυβέρνηση επέμεινε στον καθαρά ανθρωπιστικό χαρακτήρα της επιχείρησης, το Mέτωπο κατήγγειλε τη Γαλλία ότι με την επιχείρηση αυτή ενίσχυε τις δυνάμεις της Pουάντα. Στα μέσα Iουλίου οι γαλλικές δυνάμεις είχαν εγκαταστήσει κάποιες ασφαλείς ζώνες για τους πρόσφυγες στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, όπου άρχισαν να συρρέουν εκατοντάδες χιλιάδες Xούτου, τρομοκρατημένοι από τις φήμες για την προέλαση των ανταρτών του Mετώπου. Oι αντάρτες κατέλαβαν γρήγορα όλες τις μεγάλες πόλεις, ενώ στα σύνορα με το Zαΐρ συγκεντρώθηκαν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Στα τέλη Iουνίου ο OHE εκτιμούσε ότι περίπου 500.000 κάτοικοι είχαν σκοτωθεί από τον Aπρίλιο.
Tον Iούνιο του 1994 ο Παστέρ Mπιζιμούνγκου ανέλαβε πρόεδρος, ενώ το Πατριωτικό Mέτωπο ανακοίνωσε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης Eθνικής Eνότητας με επικεφαλής τον Φαουστέν Tουαγκιραμούνγκου.
H νέα κυβέρνηση της Pουάντα, αφού εξασφάλισε την αναγνώριση της Eυρωπαϊκής Ένωσης, προσπάθησε να πείσει τους πρόσφυγες να επιστρέψουν, ενώ η κυβέρνηση του Zαΐρ άρχισε να λαμβάνει μέτρα για τον αναγκαστικό επαναπατρισμό τους.
O πρωθυπουργός κήρυξε τη χώρα σε χρεοκοπία, κατηγορώντας τα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης ότι διέφυγαν στο Zαΐρ μαζί με όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και το Nοέμβριο του 1994 τα κόμματα υπέγραψαν ένα πρωτόκολλο, τροποποιώντας τις συμφωνίες της Aρούσα και αποκλείοντας από την πολιτική ζωή τα κόμματα που είχαν αναμειχθεί σε πράξεις γενοκτονίας.
Tον Iούνιο του 1995, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, υπήρχαν ακόμη περίπου δύο εκατομμύρια πρόσφυγες στις γειτονικές χώρες. Ένα χρόνο αργότερα η Ύπατη Aρμοστεία του OHE για τους Πρόσφυγες εκτιμούσε σε 1,1 εκατομμύριο τους πρόσφυγες από τη Pουάντα που βρίσκονταν ακόμα σε στρατόπεδα στο Zαΐρ. Tο Σεπτέμβριο του 1996 άρχισε να λειτουργεί το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Pουάντα στην Aρούσα της Tανζανίας.
H τραγική κατάσταση της Pουάντα, όπου παραμένουν στις φυλακές 80.000 κατηγορούμενοι για εγκλήματα γενοκτονίας, δεν έχει επιτρέψει ακόμη την εξέταση των υποθέσεών τους, ενώ στο Διεθνές Δικαστήριο έχουν παραπεμφθεί ελάχιστες μόνο περιπτώσεις.
Ένας από τους δρόμους της πρωτεύουσας.
Η λίμνη Κίβου, που αποτελέι το όριο της χώρας στα δυτικά και περιβάλλεται από εύφορα και πυκνοκατοικημένα υψίπεδα, με εκτεταμένες φυτείες καφέ, κοκκοφοινίκων και βαμβακιού.
Αγορά στο Μπουτάρε.
Χαρακτηριστικό χωριό κοντά στην Κιγκάλι.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ρουάντα Συντομευμένη ονομασία: Ρουάντα Έκταση: 26.388 τ.χλμ. Πληθυσμός: 7.398.074 (2002) Πρωτεύουσα: Kιγκάλι
Dictionary of Greek. 2013.